Η Γερόντισσα

Ἀπὸ τὰ πολλὰ κειμήλια τὰ ὁποῖα φυλάσσονται στὴν Ἱερὰ Μονὴ Παντοκράτορος Ἁγίου Ὄρους, τὸ σημαντικότερο εἶναι ἡ θαυματουργή, ἐφέστια εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Γεροντίσσης. Μὲ τὶς σχετικὰ μεγάλες της διαστάσεις δεσπόζει στὸ βόρειο μαρμάρινο προσκυνητάρι τοῦ Καθολικοῦ τῆς Μονῆς. Πρόκειται γιὰ τὴν μοναδικὴ φορητὴ εἰκόνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου ποὺ τὴν εἰκονίζει ὁλόσωμη σὲ στάση δέησης καὶ πάμπολλα εἶναι τὰ θαύματα ποὺ συνδέονται μὲ αὐτήν.

Τὸ πρῶτο ἱστορικὰ θαῦμα σχετίζεται μὲ τὴν ἐπιλογὴ τοποθεσίας γιὰ τὴν ἀνοικοδόμηση τῆς Μονῆς. Σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση οἱ κτίτορες ἄρχισαν νὰ κτίζουν τὸ μοναστήρι σὲ ἕνα ὕψωμα, 500 μέτρα βορειότερα. Γιὰ τρία, ὅμως, συνεχὴ βράδια, ἡ εἰκόνα τῆς Γεροντίσσης καὶ τὰ ἐργαλεῖα τῶν κτιστῶν ἐξαφανίζονταν, γιὰ νὰ βρεθοῦν τὸ πρωὶ στὴν σημερινή θέση τῆς Μονῆς. Κατόπιν τούτου, οἱ κτίτορες ἄλλαξαν τὰ σχέδιά τους καὶ ἀνοικοδόμησαν τὴν Μονὴ ὅπου ἡ Θεοτόκος εἶχε ὑποδείξει.Τὴν προσωνυμία «Γερόντισσα» ἔλαβε ἡ εἰκόνα ἀπὸ τὸ παρακάτω θαῦμα ποὺ συνέβη στὴν ἀρχὴ τῆς ἱστορίας τῆς Μονῆς, ὅταν ἡ εἰκόνα ἦταν τοποθετημένη πίσω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα. Ἕνας ἐνάρετος καὶ προχωρημένης ἡλικίας Καθηγούμενος, γνωρίζοντας ἐκ Θεοῦ ὅτι πλησιάζει τὸ τέλος του, παρεκάλεσε τὸν ἐφημέριο ἱερομόναχο νὰ ἐπισπεύσει τὴν τέλεση τῆς Θ. Λειτουργίας ὥστε νὰ προλάβει νὰ μεταλάβει τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων. Ὁ ἐφημέριος, ὅμως, παρακούοντας συνέχισε νὰ τελεῖ τὴν ἀκολουθία ἀργά· ξαφνικὰ μία ἀπειλητικὴ φωνὴ ἀκούστηκε ἀπὸ τὴν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου διατάσσοντάς τον νὰ βιαστεῖ γιὰ νὰ προλάβει νὰ κοινωνήσει τὸν Γέροντά του. Ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἰδιαίτερη φροντίδα τῆς Παναγίας γιὰ τὸν Γέροντα, ἔλαβε ἡ εἰκόνα τὴν προσωνυμία «Γερόντισσα» καὶ μεταφέρθηκε ἀπὸ τοὺς πατέρες στὴν σημερινή της θέση.Κατὰ τὴν διάρκεια τῶν πειρατικῶν ἐπιδρομῶν στὸ Αἰγαῖο, ἕνα πλοῖο Σαρακηνῶν προσάραξε στὸν ἀρσανᾶ τῆς Μονῆς. Οἱ πειρατὲς ἐξουδετερώνοντας τὴν ἀντίσταση τῶν πατέρων τοὺς κατέσφαξαν καὶ λεηλάτησαν τὸ μοναστήρι ἀπογυμνώνοντάς το ἀπὸ πολλὰ κειμήλια. Ὁ ἀρχηγός τους, σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση, θέλησε νὰ κατατεμαχίσει τὴν Γερόντισσα καὶ νὰ χρησιμοποιήσει τὰ τμήματα τοῦ ξύλου ὡς δαδιὰ γιὰ τὸ τσιμπούκι του. Καθὼς σήκωσε τὸ τσεκούρι του ἐναντίον τῆς εἰκόνας, φωτιὰ πετάχτηκε ἀπὸ αὐτὴν καὶ τὸν τύφλωσε. Τὸ γεγονὸς ἐξόργισε τόσο τὸν πειρατὴ ποὺ ἔριξε μὲ τὴν βοήθεια τῶν συντρόφων του τὴν εἰκόνα σὲ ἕνα πηγάδι –τὸ ὁποῖο βρίσκεται σήμερα ἀνάμεσα στὸν ἀρσανᾶ καὶ τὸν κῆπο τῆς Μονῆς– καὶ ὅλοι μαζί ἐγκατέλειψαν τὸ Ἅγιον Ὄρος.

Μετὰ τὴν παρέλευση 80 χρόνων, ὅταν ὁ πειρατὴς ἔπνεε τὰ λοίσθια, κατενόησε τὴν ἀφροσύνη του καὶ τὴν βέβηλη πράξη του πρὸς τὴν εἰκόνα. Ὅρκισε, λοιπόν, τὸν γιό του νὰ ἐπιστρέψει στὸ μοναστήρι τοῦ Παντοκράτορος καὶ νὰ ὑποδείξει στοὺς μοναχοὺς τὸ μέρος ὅπου ὁ ἴδιος εἶχε ρίξει τὴν Γερόντισσα. Ὄντως ὁ γιός του ταξίδεψε στὸ Ἅγιον Ὄρος, καὶ ἔδειξε στοὺς πατέρες τὸν τόπο τοῦ πηγαδιοῦ, σὲ μέρος ἐγκαταλελειμένο ἀπὸ καιρό. Οἱ πατέρες μὲ τὴν προσήκουσα εὐλάβεια ἄνοιξαν τὸ πηγάδι καὶ ἀντίκρυσαν τὴν εἰκόνα νὰ στέκεται ἐπάνω στὸ νερό, ἐνῶ ἕνα ἀκοίμητο καντήλι ἔκαιγε ἐμπρός της. Μὲ δάκρυα χαρᾶς καὶ εὐχαριστήριους ὕμνους λιτάνευσαν τὴν Γερόντισσα ἀπὸ τὸν ἀρσανᾶ στὸ Καθολικὸ καὶ τὴν ἐπανατοποθέτησαν στὸ προσκυνητάρι της.Ἡ ἀργυρὴ ἐπένδυση τῆς εἰκόνας, ἡ ὁποία κατασκευάστηκε στὴν Μόσχα τὸ 1847, ἀποτελεῖ δωρεὰ Κωνσταντινοπολίτισσας ἀρχόντισσας, ἀπὸ τὴν ὁποία ἡ ἴδια ἡ Παναγία ζήτησε τὴν ἐπένδυση ἐμφανιζόμενη σὲ ἐνύπνιό της. Τὸ μεταγενέστερο ἀργυρὸ πιθάρι τοποθετήθηκε στὰ πόδια τῆς εἰκόνας σὲ ἀνάμνηση τοῦ παρακάτω θαύματος: Στὰ χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας, τὸν 17ο αἰῶνα, μεγάλη πεῖνα μάστιζε τὴν Μονή. Ὁ τότε Γέροντας, παρὰ τὶς παρακλήσεις τῶν πατέρων, δὲν τοὺς ἐπέτρεπε νὰ ἐγκαταλείψουν τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ νὰ ἀναζητήσουν ἀλλοῦ τὰ ἀναγκαῖα γιὰ τὴν ἐπιβίωσή τους. Τουναντίον τοὺς προέτρεπε νὰ παραμείνουν στὰ κελιά τους καὶ νὰ ἐντείνουν τὶς προσευχές τους πρὸς τὴν Γερόντισσα. Καὶ πράγματι τὸ ἴδιο βράδυ ἡ Παναγία ἡ Γερόντισσα θαυματούργησε ξανά. Ἕνα πιθάρι τοῦ λαδαριοῦ -τὸ ὁποῖο σώζεται ἕως τὶς ἡμέρες μας- ἄρχισε νὰ ἀναβλύζει λάδι μέχρι ποὺ γέμισε ὅλα τὰ ἄδεια πιθάρια τοῦ μοναστηριοῦ. Ἔκτοτε τὸ λάδι δὲν ἔχει λείψει ἀπὸ τὸ μοναστήρι προσδίδοντας στὴν Γερόντισσα καὶ τὴν προσωνυμία Ἐλαιοβρύτισσα.

Στὶς 2 Δεκεμβρίου ἑορτάζεται ἡ Σύναξη τῆς Παναγίας τῆς Γεροντίσσης, ἡ δεύτερη πανήγυρη τῆς Μονῆς Παντοκράτορος. Τὸ βράδυ τῆς 1ης Δεκεμβρίου τοῦ 1948 ξέσπασε μεγάλη πυρκαγιὰ στὴν ἀνατολικὴ πτέρυγα τῆς Μονῆς, ἡ ὁποία ἀπειλοῦσε νὰ ἀποτεφρώσει ὁλόκληρο τὸ κτιριακό της συγκρότημα. Οἱ πατέρες, ἀφοῦ ἐξάντλησαν εἰς μάτην κάθε ἀνθρώπινο μέσο γιὰ τὴν κατάσβεσή της, κατέφυγαν στὴν μοναδικὴ σκέπη καὶ ἐλπίδα τους, τὴν Παναγία τὴν Γερόντισσα. Προσευχήθηκαν μὲ πίστη καὶ λιτάνευσαν ἕνα μικρό της ἀντίγραφο στὴν αὐλὴ τῆς Μονῆς, μὲ τὸ ὁποῖο σταύρωσαν τὴν φλεγόμενη πτέρυγα. Καὶ -ὤ τοῦ θαύματος!- ἡ μεγάλη πυρκαγιὰ ἔσβησε τὸ ξημέρωμα τῆς 2ας Δεκεμβρίου, ἀποτεφρώνοντας μόνο ἕνα τμῆμα τῆς Μονῆς, τὸ ὁποῖο μὲ τὴν χάρη τῆς Θεοτόκου ἀναστηλώθηκε τὸ 1961. Σὲ ἀνάμνηση αὐτῆς τῆς θαυματουργικῆς παρέμβασης τῆς Παναγίας καθιερώθηκε νὰ πανηγυρίζεται ἡ Σύναξη τῆς Παναγίας τῆς Γεροντίσσης καὶ Πυροσώτειρας κάθε χρόνο τὴν ἡμέρα αὐτή.

Κάθε προσκυνητὴς ποὺ εὐλαβικὰ ἀσπάζεται τὴν Γερόντισσα γεμίζει μὲ βαθιὰ ἀγαλλίαση καθὼς ἀντιλαμβάνεται τὸ ἔλεός της νὰ ξεχύνεται ἀπὸ αὐτὴν τὴν γλυκύτατη στὴ θέα εἰκόνα. Ἡ Γερόντισσα θαυματουργεῖ σχεδὸν καθημερινά: χαρίζει τέκνα σὲ στεῖρες γυναῖκες, θεραπεύει πολλὲς ἀσθένειες, καθοδηγεῖ καὶ ἀναπαύει ὅλα τὰ τέκνα της ποὺ ἐναποθέτουν στὰ πόδια της τὰ προβλήματά τους μὲ πίστη, σταυρώνονται μὲ λάδι ἀπὸ τὸ καντήλι της καὶ πίνουν ἁγίασμα ἀπὸ τὸ πηγάδι της. 

Ἀπὸ τὴν παράδοση τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Παντοκράτορος